- απολεπω
- ἀπολέπωἀπο-λέπωоблуплять, сдирать
(τὸ λέμμα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Arph.; μάστιγι τὸ νῶτον Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ λέμμα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Arph.; μάστιγι τὸ νῶτον Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπολέψαντα — ἀπολέπω peel aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπολέπω peel aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέψεις — ἀπολέπω peel aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολέπω peel fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέψομεν — ἀπολέπω peel aor subj act 1st pl (epic) ἀπολέπω peel fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολέπ — ἀπολέπω (Α) [λέπω] 1. ξεφλουδίζω 2. αφαιρώ το δέρμα, ξεγδέρνω 3. κόβω τελείως … Dictionary of Greek
ἀπολελεμμένη — ἀπολέπω peel perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολελεμμένος — ἀπολέπω peel perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεψέμεν — ἀπολέπω peel fut inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέπων — ἀπολέπω peel pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέψειν — ἀπολέπω peel fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολελεμμένας — ἀπολελεμμένᾱς , ἀπολέπω peel perf part mp fem acc pl ἀπολελεμμένᾱς , ἀπολέπω peel perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολοπίζω — ἀπολοπίζω (Α) απολέπω* … Dictionary of Greek